- πότις
- -ιδος, ἡ, Αβλ. πότης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πότις — πότης drinker fem nom sg πότις one who drinks hot drinks fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδυπότις — ἡδυπότις, ιδος, ἡ (Α) είδος ποτηριού που, όπως πιστευόταν, έκανε γλυκιά τη γεύση τού ποτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + ποτις (< πότις, θηλ. τού πότης < πίνω)] … Dictionary of Greek
Prehistoria del griego — Saltar a navegación, búsqueda Famoso comienzo de la Ilíada de Homero en el que se canta la cólera de Aquiles, hijo de Peleo La prehistoria del griego se refiere al período transcurrido entre los inicios de la diferenciación del proto indoeuropeo … Wikipedia Español
αλμοπότις — ἁλμοπότις ( ιδος), η (Α) αυτή που πίνει αλμυρό νερό, άλμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλμη + πότις] … Dictionary of Greek
πόσις — εως, και ποιητ. τ. πόσσις, ιος, ὁ, Α 1. ο σύζυγος 2. ο νόμιμος σύζυγος σε διάκριση από τον μη νόμιμο 3. φρ. «κρυπτός σύζυγος» ο παράνομος σύζυγος, ο εραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πόσις (< *πότις, με συριστικοποίηση τού τ προ τού ι ) ανάγεται σε… … Dictionary of Greek
πότης — ο, ΝΑ, και θηλ. πότις, ιδος, Α αυτός που πίνει κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά σε μεγάλη ποσότητα, μέθυσος, μπεκρής αρχ. (για λύχνο) αυτός που καταναλώνει πολύ λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο τού πίνω (βλ. λ. πίνω) + κατάλ. της] … Dictionary of Greek
χρυσοσανδαλαιμοποτιχθονία — ἡ, Α (για την Εκάτη) χθόνια θεά που φορεί χρυσά σανδάλια και πίνει αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσοσάνδαλος + λαιμός + πότις, θηλ. τού πότης (< πίνω) + χθών, ονός«χώμα, γη» + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
πόθ' — πόθι , πόθι where? indeclform (adverb) πόθε , πόθος longing masc voc sg πότε , πότε when? at what time? indeclform (interrog) πότα , πότης drinker masc voc sg πότα , πότης drinker masc nom sg (epic) πότι , πότης drinker fem voc sg πόται , πότης… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότ' — πότε , πότε when? at what time? indeclform (interrog) πότα , πότης drinker masc voc sg πότα , πότης drinker masc nom sg (epic) πότι , πότης drinker fem voc sg πόται , πότης drinker masc nom/voc pl πότᾱͅ , πότης drinker masc dat sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότι — πότης drinker fem voc sg πότις one who drinks hot drinks fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)